- σαυριεῖον
- σαυρ-ιεῖον, τό,A crocodile-pond, dub. in BGU1216.126 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαυριείον — τὸ, Α μικρή λίμνη, ενυδρείο όπου εκτρέφονται κροκόδειλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα ιεῖον (πρβλ. σελην ιεῖα)] … Dictionary of Greek